- τεθωρακισμένος
- τεθωρᾱκισμένος , θωρακίζωarm with a breastplateperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεθωρακισμένος — η, ο, Ν φρ. «τεθωρακισμένα οχήματα» ή απλώς «τεθωρακισμένα» στρ. εξοπλισμένα αυτοκινούμενα οχήματα μάχης που είναι καλυμμένα με θωράκιση (α. «ελαφρά τεθωρακισμένα» β. «τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού» γ. «τεθωρακισμένα οχήματα μάχης»)· … Dictionary of Greek
θωρακίζομαι — θωρακίζομαι, θωρακίστηκα, θωρακισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: θωρακίζομαι : εύχρηστη η λόγια μτχ. τεθωρακισμένος ως επίθετο ή ουσιαστικό … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ԶՐԱՀԱՊԱՏ — ( ) NBH 1 0752 Chronological Sequence: Early classical ա. ԶՐԱՀԱՊԱՏ ԶՐԱՀԱՎԱՌ. Զրահիւք պատեալ, վառեալ. սպառազէն. յն. զրահաւորեալ. τεθωρακισμένος. *Կողինաւորք եւ զրահապատք շողայցեն. Ոսկ. մտթ. ՟Գ. 16: *Վառեալքն զրահավառք. Մծբ. ՟Ժ՟Թ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԶՐԱՀԱՎԱՌ — ( ) NBH 1 0752 Chronological Sequence: Early classical ա. ԶՐԱՀԱՊԱՏ ԶՐԱՀԱՎԱՌ. Զրահիւք պատեալ, վառեալ. սպառազէն. յն. զրահաւորեալ. τεθωρακισμένος. *Կողինաւորք եւ զրահապատք շողայցեն. Ոսկ. մտթ. ՟Գ. 16: *Վառեալքն զրահավառք. Մծբ. ՟Ժ՟Թ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)